προαπαγορεύειν

προαπαγορεύειν
προαπαγορεύω
give in
pres inf act (attic epic)
προαπαγορεύειν , προαπαγορεύω
give in
pres inf act (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • προαπαγορεύω — ΝΑ απαγορεύω κάτι εκ τών προτέρων ως παράνομο αρχ. 1. κουράζομαι πριν από το τέλος («νῡν δὲ με τὸ γῆρας ἐμποδίζει καὶ ποιεῑ προαπαγορεύειν», Ισοκρ.) 2. (για επιγραφές) εξαφανίζομαι εκ τών προτέρων 3. μέσ. προαπαγορεύομαι απαρνούμαι, αποκηρύσσω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”